-
1 ἀ-νόστητος
ἀ-νόστητος, 1) nicht zurückkehrend, Orph. Arg. 1269. – 2) woraus man nicht zurückkehren kann, Ant. Sid. 110 (VII, 467); χῶρος ἐνέρων Opp. H. 3, 586. 4, 108; Man. 1, 193.
-
2 ἄ-καμπτος
ἄ-καμπτος, ungebeugt, unbiegsam, Hippocr. und Sp.; übertr., Pind. ἄκαμπτος ψυχάν I. 3, 71; βουλαί P. 4, 72; μένος Aesch. Ch. 448; ϑεῶν φρήν Eur. Hipp. 1258; χῶρος ἐνέρων ἄκ. Ant. Sid. 110 ( VII, 467), von wo keiner zurückkehrt; Plut. τὸ ἄκ., Standhaftigkeit, πρὸς τοὺς πόνους Lyc. 11; vgl. Mar. 4 Them. 10. Den comp. ἀκαμπτότερος hat Plat. Tim. 74 b.
См. также в других словарях:
ανόστητος — ἀνόστητος, ον (Α) 1. αυτός που δεν γυρίζει πίσω 2. (για τόπο) εκείνος από τον οποίο δεν μπορεί να ξαναγυρίσει κανείς («ἀνόστητος χῶρος ἐνέρων» για τον Αδη) … Dictionary of Greek